ἐπιβάντ
1ἐπιβάντ' — ἐπιβάντα , ἐπιβαίνω go upon aor part act neut nom/voc/acc pl ἐπιβάντα , ἐπιβαίνω go upon aor part act masc acc sg ἐπιβάντι , ἐπιβαίνω go upon aor part act masc/neut dat sg ἐπιβάντε , ἐπιβαίνω go upon aor part act masc/neut nom/voc/acc dual …
2επιβαίνω — ἐπιβαίνω (Α) [βαίνω] 1. επιβιβάζομαι σε μεταφορικό μέσο 2. βατεύω, οχεύω μσν. νεοελλ. ανέρχομαι αντικανονικά σε επισκοπικό θρόνο ή εκτελώ επισκοπικά έργα έξω από τα όρια τής επισκοπής μου αρχ. μσν. 1. πατώ πάνω σε κάτι («μηδέποτε ἐπιβήσονται… …