ἐπιήρανος
1επιήρανος — ἐπιήρανος, ον (Α) [επίηρα] 1. ευχάριστος, ευπρόσδεκτος («ποδάνιπτρα ποδῶν ἐπιήρανα θυμῷ», Ομ. Οδ.) 2. βοηθός, αρωγός («Μινύαις ἐπιήρανε») 3. κυβερνήτης, επόπτης (α. «Ἀθηναίων ἐπιήρανε» β. «ἔργων ἐπιήρανος») 5. φρ. «νεύρων ἐπιήρανος» αυτός που… …
2ἐπιήρανος — pleasing masc/fem nom sg …
3ἐπιήρανον — ἐπιήρανος pleasing masc/fem acc sg ἐπιήρανος pleasing neut nom/voc/acc sg …
4ἐπιήρανα — ἐπιήρανος pleasing neut nom/voc/acc pl …
5ἐπιήρανε — ἐπιήρανος pleasing masc/fem voc sg …
6γαλαθηνός — ή, ό (AM γαλαθηνός, ή, όν) (για βρέφη και νεογνά ζώων) αυτός που θηλάζει ακόμη, που δεν τρώει ακόμη στερεά τροφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < γάλα + θη , θήσθαι (απρμφ. ενεστ. με σημασία «θηλάζειν») + (επίθημα) νο ς κατά το αγανός (πρβλ. επιήρανος, θαλπνός,… …
7u̯er-11, u̯erǝ- — u̯er 11, u̯erǝ English meaning: friendship; trustworthy, true Deutsche Übersetzung: “Freundlichkeit (erweisen)” Material: A. root nouns u̯ēr : Gk. Fηρ in Hom. (ἐπι) ἦρα φέρειν “einen Gefallen tun”, Pherek. ἦρα ἴσθι, Bacchyl. ἦρα… …