ἐπηρεασμός
1ἐπηρεασμός — despiteful treatment masc nom sg …
2επηρεασμός — ο (AM ἐπηρεασμός) [επηρεάζω] νεοελλ. η επήρεια μσν. ενόχληση αρχ. μεταχείριση με κακότητα …
3επηρεασμός — ο η επήρεια (βλ. λ.) …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4ἐπηρεασμοῦ — ἐπηρεασμός despiteful treatment masc gen sg …
5ἐπηρεασμόν — ἐπηρεασμός despiteful treatment masc acc sg …
6αυθυποβολή — η ο ασυνείδητος ή ενσυνείδητος επηρεασμός των ιδεών και των πεποιθήσεων ενός ατόμου από το ίδιο το άτομο με αποτέλεσμα την πρόκληση μόνιμων ψυχικών ή σωματικών μεταβολών …
7επίρροια — η (AM ἐπίρροια) επιρροή, εισροή μέσα σε κάτι νεοελλ. 1. επίδραση, επηρεασμός 2. κύρος, επιβολή μσν. επιδρομή αρχ. 1. (για ποτάμι) ρεύμα 2. μτφ. αφθονία. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ρροια < ρόFoς ρους < ρέω (πρβλ. αιμόρροια, άρροια, υδρόρροια κ.ά.)] …
8επιρροή — η (Α ἐπιρροή) νεοελλ. 1. μτφ. επίδραση, επενέργεια, επηρεασμός, επιβολή («ασκεί μεγάλη επιρροή επάνω σου» σέ επηρεάζει πολύ) 2. απόλ. μτφ. προσωπικό ή κοινωνικό ή πολιτικό κύρος, δύναμη («ἐχει μεγάλη επιρροή στην κυβέρνηση») 3. δημοφιλία 4. (για… …
9ευαισθησία — Η ιδιότητα του ευαίσθητου. Ε. λέγεται και η ιδιότητα ενός οργάνου μετρήσεων που αποτελεί ένα από τα μέτρα της ποιότητάς του. Η ε. εκφράζεται με τον λόγο της γραμμικής ή γωνιακής μετατόπισης Δα του δείκτη στην κλίμακα του οργάνου προς τη μεταβολή… …
10καταγοήτευσις — καταγοήτευσις, ἡ (Μ) [καταγοητεύω] ο επηρεασμός με μαγικά μέσα …
- 1
- 2