ἐπεὶ τὰ χερείονα νικᾷ el
1χερείων — ον, και δωρ. τ. χερήων, ήον, Α χείρων, χειρότερος (α. «ἐπεὶ τὰ χερείονα νικᾷ», Ομ. Ιλ. «ἐσθλά τε καὶ τὰ χέρηα», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. χείρων] …
1χερείων — ον, και δωρ. τ. χερήων, ήον, Α χείρων, χειρότερος (α. «ἐπεὶ τὰ χερείονα νικᾷ», Ομ. Ιλ. «ἐσθλά τε καὶ τὰ χέρηα», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. χείρων] …