ἐπεικάζω
1ἐπεικάζω — surmise pres subj act 1st sg ἐπεικάζω surmise pres ind act 1st sg ἐπεικάζω surmise pres subj act 1st sg ἐπεικάζω surmise pres ind act 1st sg …
2επεικάζω — ἐπεικάζω (Α) εικάζω, υποθέτω, φαντάζομαι, στοχάζομαι, συμπεραίνω («ὡς δὲ ἐπεικάσαι» όσο μπορεί κανείς να υπολογίσει, Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + εικάζω «υποθέτω, φαντάζομαι»] …
3ἐπεικάζειν — ἐπεικάζω surmise pres inf act (attic epic) ἐπεικάζω surmise pres inf act (attic epic) …
4ἐπεικάζων — ἐπεικάζω surmise pres part act masc nom sg ἐπεικάζω surmise pres part act masc nom sg …
5ἐπεικάσαι — ἐπεικά̱σᾱͅ , ἐπεικάζω surmise fut part act fem dat sg (doric) ἐπεικά̱σᾱͅ , ἐπεικάζω surmise fut part act fem dat sg (doric) ἐπεικάζω surmise aor inf act ἐπεικάσαῑ , ἐπεικάζω surmise aor opt act 3rd sg ἐπεικάζω surmise aor inf act ἐπεικάσαῑ ,… …
6ἐπεικάσας — ἐπεικά̱σᾱς , ἐπεικάζω surmise fut part act fem acc pl (doric) ἐπεικά̱σᾱς , ἐπεικάζω surmise fut part act fem gen sg (doric) ἐπεικά̱σᾱς , ἐπεικάζω surmise fut part act fem acc pl (doric) ἐπεικά̱σᾱς , ἐπεικάζω surmise fut part act fem gen sg… …
7ἐπιεικῶν — ἐπϊεικῶν , ἐπεικάζω surmise fut part act masc voc sg ἐπϊεικῶν , ἐπεικάζω surmise fut part act neut nom/voc/acc sg ἐπϊεικῶν , ἐπεικάζω surmise fut part act masc nom sg (attic epic ionic) ἐπιεικής fitting masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) …
8εικάζω — (AM εἰκάζω) συμπεραίνω νεοελλ. (παθ. με μέση σημασία) (ει)κάζεται μού φαίνεται αρχ. 1. παριστάνω με εικόνα, φτιάχνω ομοίωμα, απεικονίζω 2. παραβάλλω, παρομοιάζω 3. περιγράφω με παρομοίωση. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. εικάζω είναι μεταβιβαστικό όπως και το… …
9επεικασμός — ἐπεικασμός, ο (Α) [επεικάζω] συμπέρασμα, εικασία («χρώμενος ἐπεικασμῷ πρὸς τετυπωμένον», Γαλ.) …