ἐπείπερ

  • 1επείπερ — ἐπείπερ και ἐπεί περ (Α) (σύνδ.) επειδή όμως, επειδή και («ἐπείπερ καὶ πάγας... ἐφραξάμεσθα», Αισχύλ.) …

    Dictionary of Greek

  • 2ἐπείπερ — ἐπεί after that indeclform (conj) ἐπείπερ indeclform (conj) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 3ἔπειπερ — ἔπει , ἔπος vácas neut nom/voc/acc dual (attic epic) ἔπεϊ , ἔπος vácas neut dat sg (epic ionic) ἔπει , ἔπος vácas neut dat sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 4οιάπερ — οἷάπερ (Α) παρά το γεγονός ότι, μολονότι, αν και. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἷα, ουδ. τής αναφ. αντων. οἷος, οἷα, οἷον + περ (πρβλ. επείπερ)] …

    Dictionary of Greek

  • 5παρασυναπτικός — ή, όν, Α [παρασυνάπτομαι] φρ. «παρασυναπτικός σύνδεσμος» γραμμ. σύνδεσμος που συνδέεται, σχετίζεται με άλλον σύνδεσμο με την προσθήκη ενός μορίου («παρασυναπτικοὶ δὲ εἰσιν ὅσοι μεθ ὑπάρξεως καὶ τάσιν δηλοῡσιν εἰσὶ δὲ οἵδε, ἐπεί, ἐπείπερ, ἐπειδή,… …

    Dictionary of Greek

  • 6περ — (I) Α (εγκλιτ. μόριο) ΧΡΗΣΗ ΣΗΜΑΣΙΑ: 1. (γενικά) (ως ενισχυτικό τής σημασίας τής λέξης στην οποία προστίθεται) πολύ, πάρα πολύ 2. (ειδικά) Ι. (ιδίως στον Όμ. σε συνεκφορά με τη μτχ. ὤν ως επιτατικό αλλά και βεβαιωτικό συγχρόνως) πολύ ή πράγματι… …

    Dictionary of Greek