1ἐπείλικτο — ἐπί ἑλίσσω Acut. (Sp.) plup ind mp 3rd sg (homeric ionic) …
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
2εφελίσσω — ἐφελίσσω (Α) (μόνο στον τ. επε(ι)λίσσω*) 1. περιτυλίγω 2. μέσ. ἐφελίσσομαι σύρομαι, στριφογυρίζω πίσω από κάποιον 3. παθ. τυλίγομαι, περιτυλίγομαι («ἐπείλικτο ὥσπερ τὰ βιβλία», Παυσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ἑλίσσω] …
Dictionary of Greek