ἐπαυξήσει

  • 1ἐπαυξήσει — ἐπαύξησις increase fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἐπαυξήσεϊ , ἐπαύξησις increase fem dat sg (epic) ἐπαύξησις increase fem dat sg (attic ionic) ἐπαυξάνω increase aor subj act 3rd sg (epic) ἐπαυξάνω increase fut ind mid 2nd sg ἐπαυξάνω increase… …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2βιομηχανία — Κάθε εργασία με την οποία μετατρέπεται μια πρώτη ύλη σε είδος χρήσιμο για τον άνθρωπο. Με τον όρο β. δηλώνεται στην οικονομική γλώσσα η δραστηριότητα που αποβλέπει να επαυξήσει την ωφελιμότητα και την αξία των ήδη υπαρχόντων αγαθών με τη… …

    Dictionary of Greek

  • 3επιστομίδα — η (AM ἐπιστομίς) το επιστόμιο πνευστού οργάνου νεοελλ. βραχύς κωνικός σωλήνας που προστίθεται στο στόμιο άλλου σωλήνα μεγαλύτερης διαμέτρου για να επαυξήσει την ταχύτητα εκροής ρευστού …

    Dictionary of Greek

  • 4προσαύξημα — το, Ν αυτό που χρησιμοποιεί κάποιος για να επαυξήσει κάτι, προσθήκη. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσαυξάνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1877 στον Αθ. Παπαλεξανδρή] …

    Dictionary of Greek

  • 5Ζαγόρι ή Ζαγοροχώρια — Ιστορική γεωγραφική περιοχή της Ηπείρου, ΒΑ των Ιωαννίνων, η οποία περικλείεται μεταξύ των ορέων Μιτσικέλι (1.810 μ.) και Τύμφη ή Γκαμήλα (2.497 μ.) της κοιλάδας του Αώου και της ορεινής περιοχής του Μετσόβου. Τα 47 χωριά, που αποτελούν τα… …

    Dictionary of Greek