ἐπανίστω
1ἐπανιστῶ — ἐπανίστημι set up again pres subj act 1st sg (attic epic doric ionic aeolic parad form prose) …
2ἐπανίστω — ἐπανίστημι set up again pres imperat mp 2nd sg (ionic) …
3επανίστημι — (AM έπανίστημι Μ και ἐπανιστώ) [ίστημι] παθ. επανίσταμαι γίνομαι αντίπαλος, εξεγείρομαι εναντίον κάποιου, επαναστατώ («καὶ πρῶτον μὲν τῷ δήμῳ ἐπανέστησαν», Θουκ.) μσν. καθιστώ αρχ. 1. ανεγείρω εκ νέου 2. ξεσηκώνω, κινώ σε στάση εναντίον κάποιου… …