ἐπαναφέρω
1επαναφέρω — επαναφέρω, επανέφερα (σπάν. επανάφερα) βλ. πίν. 217 …
2επαναφέρω — και επαναφέρνω επανέφερα και επανάφερα, επαναφέρθηκα, επαναφερμένος, μτβ. 1. φέρνω κάτι πίσω ή στην προηγούμενη θέση του, το φέρνω ξανά, ξαναφέρνω: Επαναφέρουν τους μαθητές στο σχολείο. 2. μτφ., αποκαθιστώ κάτι στην προηγούμενη θέση ή κατάστασή… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
3επαναφέρω — (AM ἐπαναφέρω) νεοελλ. 1. φέρνω πίσω, ξαναφέρνω 2. αποκαθιστώ («επανέφερε την τάξη») 3. θέτω εκ νέου, προβάλλω μσν. ζωντανεύω, ανασταίνομαι αρχ. μσν. συνέρχομαι, αναλαμβάνω, ξαναβρίσκω τις αισθήσεις μου αρχ. 1. αναφέρω, αποδίδω κάτι σε κάποιον… …
4ἐπαμφέρετε — ἐπαναφέρω throw back upon pres imperat act 2nd pl ἐπαναφέρω throw back upon pres ind act 2nd pl ἐπαναφέρω throw back upon imperf ind act 2nd pl (homeric) …
5ἐπαναφέρῃ — ἐπαναφέρω throw back upon pres subj mp 2nd sg ἐπαναφέρω throw back upon pres ind mp 2nd sg ἐπαναφέρω throw back upon pres subj act 3rd sg …
6ἐπαμφέρει — ἐπαναφέρω throw back upon pres ind mp 2nd sg ἐπαναφέρω throw back upon pres ind act 3rd sg …
7ἐπαναφερομένων — ἐπαναφέρω throw back upon pres part mp fem gen pl ἐπαναφέρω throw back upon pres part mp masc/neut gen pl …
8ἐπαναφερόμενον — ἐπαναφέρω throw back upon pres part mp masc acc sg ἐπαναφέρω throw back upon pres part mp neut nom/voc/acc sg …
9ἐπαναφέρει — ἐπαναφέρω throw back upon pres ind mp 2nd sg ἐπαναφέρω throw back upon pres ind act 3rd sg …
10ἐπαναφέρον — ἐπαναφέρω throw back upon pres part act masc voc sg ἐπαναφέρω throw back upon pres part act neut nom/voc/acc sg …