ἐπαινέται
1ἐπαινεταί — ἐπαινετός to be praised fem nom/voc pl …
2ἐπαινέται — ἐπαινέτης praiser masc nom/voc pl ἐπαινέτᾱͅ , ἐπαινέτης praiser masc dat sg (doric aeolic) …
3επαινέτης — ἐπαινέτης, ο (θηλ. ις) (AM) [επαινώ] 1. αυτός που εγκωμιάζει, εξυμνεί, επαινεί κάποιον ή κάτι («ἐπαινέται δικαιοσύνης», Πλάτ.) 2. αυτός που απαγγέλλει ραψωδίες, ραψωδός («θείᾳ μοίρᾳ Όμήρου δεινὸς ἐπαινέτης», Πλάτ.) 3. οπαδός, μαθητής, θιασώτης… …