ἐπαινέσας προσακούω εἴρων

  • 1προσακούω — Α 1. ακούω κάτι επιπροσθέτως 2. (με σημ. παθ.) καλούμαι, προσαγορεύομαι («ἐπαινέσας προσακούω εἴρων», Ιώσ.) …

    Dictionary of Greek