ἐπί-σωτρον
1επίσωτρο — το (Α ἐπίσωτρον) το ελαστικό τού τροχού ενός οχήματος (αυτοκινήτου, ποδηλάτου κ.λπ.) ή η σιδερένια στεφάνη τού τροχού σιδηροδρομικού οχήματος, κάρου, άμαξας κ.λπ. που περιβάλλει το σώτρο* (ζάντα) αρχ. η μεταλλική στεφάνη τού τροχού γύρω από το… …
2οπίσσωτρον — ὀπίσσωτρον και κατά διόρθ. ἐπίσσωτρον, τὸ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἡ ἁψὶς τοῡ τροχοῡ». [ΕΤΥΜΟΛ. < ἐπί + σῶτρον «ξύλινη περιφέρεια τροχού»] …
3αυτοκίνητο — Όχημα το οποίο κινείται με κινητήρα που έχει πάνω του και το οποίο δεν σέρνεται από εξωτερική δύναμη. Γενικά χερσαίο όχημα που είναι κατασκευασμένο για να κινείται κατά κανόνα σε δρόμους και αντλεί την απαραίτητη για την κίνησή του ωστική δύναμη… …
4σεύω — Α 1. διώχνω 2. (κατ επέκτ.) κυνηγώ, θηρεύω 3. καταδιώκω («σεύοντ ἀγέλας βίᾳ», Βακχυλ.) 4. παρορμώ, ερεθίζω κάποιον εναντίον κάποιου άλλου («ὅτε πού τις θηρητὴρ κύνας... σεύῃ ἐπ ἀγροτέρῳ συΐ», Ομ. Ιλ.) 5. (με απρμφ.) προτρέπω, παρακινώ… …
5kēi- — kēi English meaning: to move Deutsche Übersetzung: “in Bewegung setzen, in Bewegung sein” Note: (: kǝi : kī̆ ); eu basis (partly with n Infix) kī (n )eu ; heavy basis kiǝ (: kiē ?) Material: Gk. κίω “go away, travel” is late… …