ἐπί-ποκος

  • 1επίποκος — ἐπίποκος, ον (Α) (για αρνί) αυτός που είναι με τον πόκον* του, που έχει το μαλλί του, ο εριοφόρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + πόκος (< πέκω) «το ακατέργαστο μαλλί τού προβάτου»] …

    Dictionary of Greek