ἐπί-παππος

  • 1παππεπίπαππος — ὁ, Α ο παππούς τού παππού. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάππος + ἐπὶ + πάππος] …

    Dictionary of Greek

  • 2Μπεκερέλ, Ανρί — (Henri Becquerel, Παρίσι 1852 – Λε Κρουαζίκ 1908). Γάλλος φυσικός. Απόγονος οικογένειας μεγάλων φυσικών – ο πάππος του Αντουάν Σέζαρ Μ. (1788 1878) πραγματοποίησε σημαντικές μελέτες επί της ηλεκτρικής στήλης και ο πατέρας του Αλεξάντρ Eντμόντ Μ.… …

    Dictionary of Greek

  • 3παππίας — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Π. και Ισαάκος. Πέρσες πρεσβύτεροι, που μαρτύρησαν με αποκεφαλισμό. Η μνήμη τους τιμάται στις 20 Νοεμβρίου. 2. Π., Διόδωρος και Κλαυδιανός. Κατάγονταν από την Ατταλεία. Μαρτύρησαν με αποκεφαλισμό. Η… …

    Dictionary of Greek

  • 4EPICLERAE — Graece Ε᾿πίκληροι dictae sunt aqud Athenienses, virgines, quibus fratres non erant: Orbae veteribus Latinis vocatae. Hoc nomine autem veniebant filiae, licet plures fuissent, dummodo nulli adessent virilis sexûs liberi. Scholiastes Comici ad hunc …

    Hofmann J. Lexicon universale