ἐπίϑεμα
1ἐπίθεμα — cover neut nom/voc/acc sg ἐπίθημα something put on neut nom/voc/acc sg …
2επίθεμα — το (AM ἐπίθεμα) [επιτίθημι] 1. ουσία η οποία τοποθετείται εξωτερικώς σε πάσχοντα σημεία τού σώματος για θεραπευτικούς σκοπούς («υγρά, ψυχρά, θερμά επιθέματα») 2. αλοιφή ή έμπλαστρο νεοελλ. συγκρότημα από μικρά άχροα κύτταρα που καλύπτει λεπτή… …
3επίθεμα — το, ατος 1. ό,τι βάζει κανείς πάνω σε άλλο πράγμα, επικάλυμμα, σκέπασμα, επένδυση. 2. (ιατρ.), κομμάτι γάζας ή άλλου υφάσματος, στεγνό ή υγρό, που τοποθετείται πάνω σε τραύμα ή σε άλλο σημείο της επιφάνειας του δέρματος …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4ἐπιθεμάτων — ἐπίθεμα cover neut gen pl ἐπίθημα something put on neut gen pl …
5ἐπιθέμασι — ἐπίθεμα cover neut dat pl ἐπίθημα something put on neut dat pl …
6ἐπιθέμασιν — ἐπίθεμα cover neut dat pl ἐπίθημα something put on neut dat pl …
7ἐπιθέματα — ἐπίθεμα cover neut nom/voc/acc pl ἐπίθημα something put on neut nom/voc/acc pl …
8ἐπιθέματι — ἐπίθεμα cover neut dat sg ἐπίθημα something put on neut dat sg …
9ἐπιθέματος — ἐπίθεμα cover neut gen sg ἐπίθημα something put on neut gen sg …
10μετοχή — Μέρος του λόγου, η φύση και οι ιδιότητες του οποίου ταυτίζονται με εκείνες του επιθέτου και του ρήματος (ρηματικό επίθετο). Δηλώνει συγχρόνως διάθεση και χρόνο. Σχηματίζεται και στις δύο φωνές, στην ενεργητική από τον ενεστώτα (παίζοντας,… …