ἐπίχριστος
1ἐπίχριστος — smeared on masc/fem nom sg …
2επίχριστος — η, ο (AM ἐπίχριστος, ον) [επιχρίω] αυτός τού οποίου η επιφάνεια έχει επιχρισθεί αρχ. 1. κατάλληλος για επίχριση, αλοιφή («ἐπίχριστα φάρμακα») 2. βαμμένος, σκεπασμένος με καλλυντικά (α. «ἐπίχριστον ἄνθος ἑταίρας» β. «ἐπίχριστος εὐμορφία») 3. (το… …
3ἐπίχριστον — ἐπίχριστος smeared on masc/fem acc sg ἐπίχριστος smeared on neut nom/voc/acc sg …
4ἐπιχρίστοις — ἐπίχριστος smeared on masc/fem/neut dat pl …
5ἐπιχρίστων — ἐπίχριστος smeared on masc/fem/neut gen pl …
6ἐπιχρίστῳ — ἐπίχριστος smeared on masc/fem/neut dat sg …
7ἐπίχριστα — ἐπίχριστος smeared on neut nom/voc/acc pl …
8ἐπίχριστοι — ἐπίχριστος smeared on masc/fem nom/voc pl …