ἐπίστιος
1επίστιος — ἐπίστιος, ον (Α) 1. εφέστιος* 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἐπίστιος το ανίσωμα*. το κρασί που προσέφεραν κατά την υποδοχή ξένου 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπίστιον στεγασμένος τόπος όπου φυλάγονταν τα ανελκυσμένα πλοία. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο Αρίσταρχος ερμηνεύει τη λ.… …
2ἐπίστιος — ἐφέστιος at one s own fireside masc/fem nom sg (ionic) ἐπίστιος masc/fem nom sg …
3εφέστιος — ἐφέστιος, ον, ιων. τ. ἐπίστιος, ον και ἐφίστιος, ον (Α) 1. αυτός που βρίσκεται στην εστία, στο σπίτι του (α. «ἐλθὼν ἀπολέσθαι ἐφέστιος», Ομ. Οδ. β. «Τρῶες ἐφέστιοι ὅσσοι ἔασιν» όσοι Τρώες βρίσκονται στα σπίτια τους, Ομ. Ιλ.) 2. για ικέτες που… …
4ἐπίστιον — ἐφέστιος at one s own fireside masc/fem acc sg (ionic) ἐφέστιος at one s own fireside neut nom/voc/acc sg (ionic) ἐπίστιον slip neut nom/voc/acc sg ἐπίστιος masc/fem acc sg ἐπίστιος neut nom/voc/acc sg …
5ανίσωμα — ἀνίσωμα, το και ἀνίσων, η (Α) το κρασί που πρόσφεραν κατά την υποδοχή κάποιου ξένου, η επίστιος* …
6εστία — Όρος που χρησιμοποιείται στη γεωμετρία (ε. κωνικής τομής) και στην οπτική (ε. ενός οπτικού συστήματος). Στη γεωμετρία, ένα σημείο F του επιπέδου μιας κωνικής τομής Κ ονομάζεται: μία ε. της Κ, εάν και μόνο εάν, για κάθε σημείο Μ = (x,ψ) της Κ η… …
7ἐπίστια — ἐφέστιος at one s own fireside neut nom/voc/acc pl (ionic) ἐπίστιον slip neut nom/voc/acc pl ἐπίστιος neut nom/voc/acc pl …