ἐπίσειστος
1επίσειστος — ἐπίσειστος, ον (Α) [επισείω] 1. (κυρίως για μαλλιά) αυτός που σείεται, που κυματίζει, που κυμαίνεται 2. (κατά τον Ησύχ.) «εἶδος κουρᾱς» 3. το αρσ. ως ουσ. ὁ ἐπίσειστος (στην αρχ. κωμωδία) προσωπείο με τρίχες που κρέμονται στο μέτωπο …
2ἐπίσειστος — shaking masc/fem nom sg …
3ἐπίσειστον — ἐπίσειστος shaking masc/fem acc sg ἐπίσειστος shaking neut nom/voc/acc sg …
4ἐπισείστῳ — ἐπίσειστος shaking masc/fem/neut dat sg …