ἐπίρρημα
1ἐπίρρημα — that which is neut nom/voc/acc sg …
2επίρρημα — Άκλιτο μέρος του λόγου, το οποίο τοποθετείται δίπλα σε ένα ρήμα, επίθετο, ουσιαστικό ή ένα άλλο ε. τροποποιώντας την έννοιά τους (π.χ. βαδίζω αργά, πολύ ωραίος, η κάτω συνοικία, κάπως καλύτερα). Πρόκειται για σύνθετη λέξη, από την πρόθεση επί και …
3επίρρημα — το (γραμμ.), άκλιτο μέρος του λόγου, που προσδιορίζει κυρίως το ρήμα (γι αυτό και η ονομασία του), αλλά και επίθετο ή άλλο επίρρημα: Δουλεύει σκληρά. – Πολύ καλός μαθητής. – Πολέμησε εξαιρετικά γενναία …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4ἐπιρρημάτων — ἐπίρρημα that which is neut gen pl …
5ἐπιρρήμασι — ἐπίρρημα that which is neut dat pl …
6ἐπιρρήμασιν — ἐπίρρημα that which is neut dat pl …
7ἐπιρρήματα — ἐπίρρημα that which is neut nom/voc/acc pl …
8ἐπιρρήματι — ἐπίρρημα that which is neut dat sg …
9ἐπιρρήματος — ἐπίρρημα that which is neut gen sg …
10συντακτικό — Μελέτη των συντακτικών αξιών των γλωσσικών τύπων. Από τους διάφορους τομείς έρευνας, που κληρονόμησε η σύγχρονη γλωσσολογία από την παραδοσιακή κανονιστική γραμματική, το σ. είναι εκείνο που θέτει τα περισσότερα προβλήματα. Κατά την αρχαία και τη …