ἐπίορκον ὀμόσσαι

  • 1επίορκος — η, ο (AM ἐπίορκος, ον) αυτός που δίνει ψεύτικους όρκους («καίτοι σφόδρα γ’ εἴσ’ ἐπίορκοι», Αριστοφ.) μσν. νεοελλ. αυτός που πάτησε τον όρκο του («ἐπάτησες τὸν ὅρκο σου... κ’ εἶσαι ἄπιστος, ἐφίορκος, στὸν λιζιόν σου, ἀφέντη», Χρον. Mop.) αρχ. 1.… …

    Dictionary of Greek