ἐπίγονος
1Ἐπίγονος — masc nom sg …
2ἐπίγονος — born besides masc/fem nom sg …
3επίγονος — (3ος αι. π.Χ.). Χαλκοπλάστης. Σύμφωνα με τον Πλίνιο, είχε φιλοτεχνήσει πολλά αγάλματα μεταξύ των οποίων ενός σαλπιγκτή και το σύμπλεγμα μιας νεκρής μητέρας με ένα παιδάκι δίπλα της. Η υπογραφή ενός γλύπτη Ε. εμφανίζεται σε τρία βάθρα αγαλμάτων… …
4επίγονος — ο 1. απόγονος, διάδοχος. 2. ως κύρ. όν. στον πληθ., Επίγονοι, α. (μυθ.), οι γιοι των εφτά ηγεμόνων που πολιόρκησαν τη Θήβα (των «Επτά επί Θήβας»). β. (μυθ.), οι Ηρακλείδες. γ. (ιστ.), οι γιοι και οι εγγονοί των διαδόχων του Μ. Αλεξάνδρου …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
5ἐπίγονον — ἐπίγονος born besides masc/fem acc sg ἐπίγονος born besides neut nom/voc/acc sg …
6Ἐπιγόνοις — Ἐπίγονος masc dat pl …
7ἐπιγόνοις — ἐπίγονος born besides masc/fem/neut dat pl …
8Ἐπιγόνοισι — Ἐπίγονος masc dat pl (epic ionic aeolic) …
9ἐπιγόνοισι — ἐπίγονος born besides masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …
10Ἐπιγόνου — Ἐπίγονος masc gen sg …