ἐπίβολος
1ἐπίβολος — masc/fem nom sg …
2επίβολος — η, ο (για μέρος τού βυθού) αυτός που εξασφαλίζει ασφαλή αγκυροβολία …
3ἐπιβολώτατον — ἐπίβολος masc acc superl sg ἐπίβολος neut nom/voc/acc superl sg …
4ἐπιβόλως — ἐπίβολος adverbial ἐπίβολος masc/fem acc pl (doric) …
5ἐπίβολον — ἐπίβολος masc/fem acc sg ἐπίβολος neut nom/voc/acc sg …
6ἐπιβόλοις — ἐπίβολος masc/fem/neut dat pl …
7ἐπιβόλους — ἐπίβολος masc/fem acc pl …
8ἐπίβολοι — ἐπίβολος masc/fem nom/voc pl …
9μεγαλ(ο)- — και μεγα / μεγά (ΑM μεγαλ[ο] και μεγα / μεγά ) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μέγας, μεγάλου. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι, κατά κανόνα, προσδιοριστικού τ. (δηλ. το α συνθετικό… …
10μεγαλεπήβολος — και μεγαλεπίβολος, η, ο (Α μεγαλεπήβολος και μεγαλεπίβολος, ον) αυτός που επιχειρεί μεγάλα, τολμηρά και δύσκολα έργα νεοελλ. 1. αυτός ο οποίος ενέχει μεγαλειότητα («μεγαλεπήβολα έργα») 2. φρ. «μεγαλεπήβολα σχέδια» σχέδια που τείνουν προς μεγάλους …