ἐπήρᾰτος
1επήρατος — ἐπήρατος, ον (Α) 1. (για πράγμ.) ευχάριστος («δαιτὸς ἐπηράτου», Ομ. Ιλ.) 2. (για πρόσ.) αξιαγάπητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ερατός (ρηματ. επίθ. τού ερώ «αγαπώ»), το η τού τ. λόγω τής λειτουργίας τού νόμου τής «εκτάσεως εν συνθέσει»] …
2Ἐπήρατος — masc nom sg …
3ἐπήρατος — lovely masc/fem nom sg …
4Ἐπηράτοις — Ἐπήρατος masc dat pl …
5ἐπηράτοις — ἐπήρατος lovely masc/fem/neut dat pl …
6Ἐπηράτου — Ἐπήρατος masc gen sg …
7ἐπηράτου — ἐπήρατος lovely masc/fem/neut gen sg …
8Ἐπηράτων — Ἐπήρατος masc gen pl …
9ἐπηράτων — ἐπήρατος lovely masc/fem/neut gen pl …
10Ἐπηράτῳ — Ἐπήρατος masc dat sg …
Страницы