ἐπέων

  • 31τεκτοσύνη — ἡ, Α [τέκτων, ονος] 1. η τέχνη τού τέκτονα, τού μαραγκού 2. μτφ. δεξιοτεχνία, επιδεξιότητα («τεκτοσύνη ἐπέων», Παλ. Ανθ.) …

    Dictionary of Greek