ἐπέων

  • 11Héraclite d'Ephèse — Héraclite d Éphèse Pour les articles homonymes, voir Héraclite. Héraclite, huile sur toile d Hendrick ter Brugghen …

    Wikipédia en Français

  • 12Héraclite d'Éphèse — Pour les articles homonymes, voir Héraclite. Héraclite, huile sur toile d Hendrick ter Brugghen …

    Wikipédia en Français

  • 13Héraclite d’Éphèse — Héraclite d Éphèse Pour les articles homonymes, voir Héraclite. Héraclite, huile sur toile d Hendrick ter Brugghen …

    Wikipédia en Français

  • 14καλλοσύνη — καλλοσύνη, δωρ. τ. καλλοσύνα, η (Α) 1. κάλλος 2. φρ. «Καλλοσύνη ἐπέων» τίτλος έργου τού Δημοκρίτου. [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλλ. τ. τού κάλλος (< καλός). Για το πρόβλημα τού διπλού λλ βλ. λ. καλλίων] …

    Dictionary of Greek

  • 15καρπός — I (Βοτ.). Το προϊόν στο οποίο μεταμορφώνεται, μετά τη γονιμοποίηση, η ωοθήκη του άνθους. Το γονιμοποιημένο ωοκύτταρο εξελίσσεται σε έμβρυο, οι σπερματικοί χιτώνες που το περιβάλλουν σχηματίζουν το σπερματικό περίβλημα και ολόκληρη η σπερματική… …

    Dictionary of Greek

  • 16καύχη — καύχη, ἡ (Α) [καυχώμαι] καύχηση, καύχημα, το να επαινεί κανείς τον εαυτό του («θεσπέσια δ ἐπέων καυχαῑς ἀοιδά πρόσφορος» για την ηρωική ποίηση, Πίνδ.) …

    Dictionary of Greek

  • 17κρηπίδα — Όρος της ωκεανογραφίας που περιγράφει την υποθαλάσσια ζώνη του βυθού των θαλασσών. Η θαλάσσια κ. φτάνει σε βάθος 200 μ. Η μορφή της επιφάνειας της ηπειρωτικής κ. οφείλεται κυρίως σε ενέργειες σημειούμενες σε περιόδους κατά τις οποίες η στάθμη της …

    Dictionary of Greek

  • 18ληκητής — ληκητής, ὁ (Α) [ληκάω] αυτός που κραυγάζει, φωνακλάς («ἀγοραίων ληκητὴς ἐπέων», Τίμ.) …

    Dictionary of Greek

  • 19λωποδύτης — ο, θηλ. λωποδύτρια και λωποδύτρα και λωποδύτισσα (Α λωποδύτης) επιτήδειος και πανούργος κλέφτης, κυρίως αντικειμένων («κάποιος λωποδύτης θα σού πήρε το πορτοφόλι») αρχ. 1. αυτός που έκλεβε ενδύματα, ιδίως λουομένων, ή αφαιρούσε βίαια τους… …

    Dictionary of Greek

  • 20νομός — (Νομ.). Κάθε υποχρεωτικός κανόνας που γεννά δικαιώματα και υποχρεώσεις, με δυνατότητα εξωτερικού καταναγκασμού για όποιον δε συμμορφώνεται εκούσια στις επιταγές ή στις απαγορεύσεις του. Με τη γενική αυτή αλλά ουσιαστική έννοια, είναι αδιάφορο το… …

    Dictionary of Greek