ἐπέχω
11ανεπίσχετος — ἀνεπίσχετος, ον (Α) [επέχω] εκείνος τον οποίο δεν μπορεί κανείς να σταματήσει, ακατάσχετος …
12επίσχεση — η (Α ἐπίσχεσις) [επέχω] 1. παρεμπόδιση, σταμάτημα, συγκράτηση («ἐπίσχεσις γενέσεώς ἐστι», Πλάτ.) 2. ιατρ. έλλειψη ή κατάπαυση φυσιολογικής ρύσεως («επίσχεση τών ούρων») νεοελλ. 1. (νομ.) α) η συνέχιση τής φυλακίσεως τού οφειλέτη και μετά την… …
13επίσχω — ἐπίσχω, άλλος τ. τού ἐπέχω (Α) 1. κρατώ κάτι, τό διευθύνω, τό κατευθύνω κάπου ή εναντίον κάποιου («ἔγχει ἐφορμᾶσθαι καὶ ἐπίσχειν ὠκέας ἵππους», Ομ. Ιλ.) 2. κρατώ στραμμένο, ρίχνω κάτι σε μια κατεύθυνση («[σελάννα] φάος ἐπίσχει θάλασσαν ἐπ’… …
14επεκτικός — ἐπεκτικός, ή, όν (Α) [επέχω] περιοριστικός …
15εποχέας — ο (Α ἐποχεύς) [επέχω] 1. αυτός που εμποδίζει, συγκρατεί 2. εξάρτημα άμαξας με το οποίο εμποδίζεται η κίνηση τών πίσω τροχών στον κατήφορο, η τροχοπέδη …
16εποχή — η (AM ἐποχή) 1. το σημείο τού ουράνιου θόλου όπου ο αστέρας φαίνεται ότι διακόπτει την κίνησή του και μένει ακίνητος στο ζενίθ τής τροχιάς του 2. καθεμιά από τις τέσσερεις, ίσες κατά προσέγγιση, υποδιαιρέσεις τού έτους νεοελλ. 1. χρονική περίοδος …
17εποχλεύς — ἐποχλεύς, ὁ (Μ) ο εποχέας. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται μάλλον για λανθασμένο τ. του επ οχεύς (< επέχω)] …
18εφεκτός — ἐφεκτός, ή, όν (Α) 1. ο συγκρατούμενος 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἐφεκτά ζητήματα για τα οποία κάποιος είναι επιφυλακτικός στην έκφραση τής γνώμης του. [ΕΤΥΜΟΛ. < επέχω βλ. εφεκτικός] …
19παρεπέχω — Α [επέχω] αναβάλλω μια ενέργεια για ένα χρονικό διάστημα …
20προσεπέχω — Α [ἐπέχω] πιέζω επί πλέον …