ἐπέσχον

  • 1ἐπέσχον — ἐπώχατο aor ind act 3rd pl ἐπώχατο aor ind act 1st sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2εξαίτησις — ἐξαίτησις, η (Α) [εξαιτώ] 1. αίτηση παραδόσεως κάποιου για τιμωρία ή βασανιστήρια («τῆς μὲν ἐξαιτήσεως ἐπέσχον», Δημοσθ.) 2. μεσολάβηση, επέμβαση 3. αίτηση για ικανοποίηση 4. παράκληση …

    Dictionary of Greek

  • 3λαθικηδής — λαθικηδής, ές και δωρ. τ. λαθικάδης, ες (Α) αυτός που κάνει κάποιον να λησμονεί τις φροντίδες, που καταπαύει τους πόνους, καταπραϋντικός, παυσίπονος («εἴ ποτέ τοι λαθικηδέα μαζὸν ἐπέσχον», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λαθι (που ανάγεται στον τ. λάθρα… …

    Dictionary of Greek