ἐπέεσσιν
1ἐπέεσσιν — ἔπος vácas neut dat pl (epic) …
2αισχρός — ή, ό (Α αἰσχρός, ά, όν) 1. αυτός που προκαλεί την ντροπή, επονείδιστος, επαίσχυντος, ατιμωτικός 2. ανήθικος, φαύλος, κακοήθης, άθλιος, φρικτός αρχ. 1. (ως αντίθ. τού καλός) (για την εξωτερική εμφάνιση) άσχημος, δύσμορφος, παραμορφωμένος 2.… …
3εξαύτις — ἐξαῡτις (AM) (Α και ἐξαῡθις) 1. ακόμη μια φορά, πάλι («Πηλεΐδης δ ἐξαῡτις ἀταρτηροῑς ἐπέεσσιν Ἀτρεΐδην προσέειπε», Ομ. Ιλ. Α) 2. (για τόπο) πίσω, προς τα πίσω («ἐξαῡτις Τρῶάς τε... ὤσαιτο προτὶ ἄστυ», Ομ. Ιλ. Π.) 3. (για χρόνο) έπειτα. [ΕΤΥΜΟΛ.… …
4επιλωβεύω — ἐπιλωβεύω (Α) χλευάζω («οἱ δ’ ἐπελώβευον καὶ κερτόμεον ἐπέεσσιν», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + λωβεύω «προσβάλλω» (< λώβη «κακοποίηση, προσβολή, βία»)] …
5καθάπτω — (AM καθάπτω, Α ιων. τ. κατάπτω) 1. συνάπτω δύο πράγματα, συνδέω, προσδένω το ένα πάνω στο άλλο 2. (το μέσ.) καθάπτομαι θίγω, προσβάλλω, διασύρω, επιτίθεμαι (α. «το δημοσίευμα καθάπτεται τής τιμής τού στρατηγού» β. «ἴσως ἄν μου δικαίως καθάπτοιντο …
6νεικέω — νεικέω, ιων. τ. νεικείω (Α) [νείκος] 1. φιλονικώ, ερίζω («νεικέων δὲ ὁ Ἀμορφάρετος λαμβάνει πέτρον ἀμφοτέρῃσι τῇσι χερσί», Ηρόδ.) 2. λογομαχώ 3. στενοχωρώ με λόγια κάποιον, επιπλήττω, κακολογώ, κατηγορώ («νείκεσσεν δ Ὀδυσσῆα χολωτοῑσιν ἐπέεσσιν» …
7παράφημι — και ποιητ. τ. παραίφημι και πάρφημι Α 1. μιλώ ήπια σε κάποιον, συμβουλεύω, παρακινώ, παρηγορώ κάποιον («μητρὶ δ ἐγὼ παράφημι», Ομ. Ιλ.) 2. μέσ. παράφαμαι, παραίφαμαι, πάρφαμαι καταπραΰνω, μαλακώνω («μαλακοῑσι παραιφάμενοι ἐπέεσσιν», Ησίοδ.) 3.… …
8χολωτός — ή, όν, Α 1. ο γεμάτος θυμό, οργισμένος («νείκειον δ Ὀδυσῆα χολωτοῑσιν ἐπέεσσιν», Ομ. Οδ.) 2. (πιθ. στον Λουκιαν., με κυριολ. σημ.) ο γεμάτος χολή. [ΕΤΥΜΟΛ. < χόλος + κατάλ. ωτός (πρβλ. ὀδοντ ωτός)] …