ἐπέβα
1ἐπέβα — ἐπιβαίνω go upon aor ind act 3rd sg (epic) ἐπέβᾱ , ἐπιβαίνω go upon aor ind act 3rd sg (doric) …
2ἐπέβασαν — ἐπέβᾱσαν , ἐπιβαίνω go upon aor ind act 3rd pl (doric) ἐπέβᾱσαν , ἐπιβαίνω go upon aor ind act 3rd pl (doric) …
3ἐπέβασε — ἐπέβᾱσε , ἐπιβαίνω go upon aor ind act 3rd sg (doric) …
4ἐπέβαν — ἐπιβαίνω go upon aor ind act 3rd pl (epic) ἐπέβᾱν , ἐπιβαίνω go upon aor ind act 3rd pl (doric) ἐπιβαίνω go upon aor ind act 1st sg (epic) ἐπέβᾱν , ἐπιβαίνω go upon aor ind act 1st sg (doric) …
5επιβαίνω — ἐπιβαίνω (Α) [βαίνω] 1. επιβιβάζομαι σε μεταφορικό μέσο 2. βατεύω, οχεύω μσν. νεοελλ. ανέρχομαι αντικανονικά σε επισκοπικό θρόνο ή εκτελώ επισκοπικά έργα έξω από τα όρια τής επισκοπής μου αρχ. μσν. 1. πατώ πάνω σε κάτι («μηδέποτε ἐπιβήσονται… …
6ηνορέη — ἠνορέη, δωρ. τ. ἀνορέα, ἡ (Α) 1. ανδρεία, θάρρος («ἠνορέη πίσυνοι καὶ κάρτεϊ χειρῶν», Ομ. Ιλ.) 2. ανδρική ομορφιά 3. δύναμη («ὕδατος ἠνορέη», Αιλ.) 4. πληθ. αἱ ἠνορέαι έπαινοι τής ανδρείας («ἀνορεαις ὑπερτάταις ἐπέβα παῑς», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ιων.… …
7ἐπέβαλε — ἐπιβάλλω throw aor ind act 3rd sg ἐπέβᾱλε , ἐπιβάλλω throw aor ind act 3rd sg (doric) …
8ἐπέβαλεν — ἐπιβάλλω throw aor ind act 3rd sg ἐπέβᾱλεν , ἐπιβάλλω throw aor ind act 3rd sg (doric) …
9ἐπέβας — ἐπιβαίνω go upon aor ind act 2nd sg (epic) ἐπέβᾱς , ἐπιβαίνω go upon aor ind act 2nd sg (doric) …