ἐπ' ὀμμάτων
31στάση — η / στάσις, εως, ΝΜΑ 1. το να σταματά κάποιος ή κάτι, το να στέκεται ακίνητος, το σταμάτημα, η ακινησία (α. «στάση δέκα λεπτών» β. «οὐχ εὑρίσκει... στάσιν τῆς ἀναβάσεως», Γρηγ. Ναζ.) 2. άρνηση υπακοής στους νόμους ή στις αρχές, εξέγερση, ανταρσία …
32στίλβω — ΝΑ εκπέμπω λάμψη, ακτινοβολώ, αστράφτω, γυαλίζω (α. «χιτῶνας... ἧκα στίλβοντας ἐλαίῳ», Ομ. Ιλ. β. «ὀμμάτων στίλβειν ἄπο... φλόγα», Βάκχ. γ. «στήθεα... στίλβοντα», Θεόκρ.) αρχ. 1. κάνω κάτι στιλπνό («στίλβει πρόσωπον», Διοσκ.) 2. μτφ. είμαι… …
33σταγόνα — η / σταγών, όνος, ΝΜΑ 1. ελάχιστη ποσότητα υγρού ή ρευστού που κρέμεται και κατόπιν πέφτει προς τα κάτω ή επικάθεται σε μια επιφάνεια, στάλα (α. «χοντρές σταγόνες κυλούσαν στα μαγουλά του» β. «και αι ψυχαί τών ανόμων ως αίματος σταγόνες πέφτουν… …
34σφαίρα — Γεωμετρικό σώμα, η επιφάνεια του οποίου είναι ο γεωμετρικός τόπος των σημείων που απέχουν εξίσου από ένα σημείο, το κέντρο. Ακτίνα είναι η σταθερή απόσταση του κέντρου από οποιοδήποτε σημείο της σφαιρικής επιφάνειας· χορδή, ένα τμήμα που έχει τα… …
35τυραννεύω — ΜΑ μσν. φέρνω πόλεμο σε κάποιον αρχ. 1. είμαι, διατελώ τύραννος πόλης («Ἱππίεω τυραννεύοντος», Ηρόδ.) 2. υπερτερώ, υπερέχω («τυραννεύουσα τῷ κάλλει τῶν ὀμμάτων μίαν αὐτοῑς εἰργάζετο τάσιν τὴν πρὸς αὐτήν», Λιβάν.) 3. μτφ. συμπεριφέρομαι σαν… …
36τόξευση — η / τόξευσις, εύσεως, ΝΑ [τοξεύω] 1. η ενέργεια τού τοξεύω, η βολή με τόξο 2. μτφ. σαΐτεμα, χτύπημα («τόξευσις ὀμμάτων», Λιβάν.) …