ἐπ' ἠϊόεντι σκαμάνδρῳ

  • 1ηιόεις — ἠϊόεις, εσσα, εν (Α) 1. (πιθ. ερμην.) αυτός που έχει ψηλές, απότομες όχθες («καθεῑσεν ἐπ ἠϊόεντι Σκαμάνδρῳ», Ομ. Ιλ.) 2. αυτός που έχει πολλά καλάμια, πλούσιος σε καλαμιώνες 3. πιθ. λιβάδι 4. αυτός που βρίσκεται ή που έρχεται κοντά στην ακτή.… …

    Dictionary of Greek