ἐπ' ἐξαγωγῇ

  • 91ανθρακωρυχία — η 1. η εξαγωγή ορυκτών ανθράκων από ορυχείο 2. η δουλειά του ανθρακωρύχου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανθρακωρύχος. Η λ. μαρτυρείται από τον νομομαθή και πολιτικό Αναστάσιο Πολυζωίδη (1802 1873)] …

    Dictionary of Greek

  • 92ανθρωποφαγία — Η συνήθεια ορισμένων φυλών να τρώνε ανθρώπινο κρέας. Λέγεται επίσης και κανιβαλισμός, από το όνομα που έδωσαν σε μια φυλή ανθρωποφάγων των νησιών της Καραϊβικής οι Ισπανοί κατακτητές τον 17ο αι. Τη συνήθεια της α. σε πρωτόγονους λαούς έχουν… …

    Dictionary of Greek

  • 93αντεξαγωγή — η (Α ἀντεξαγωγή) νεοελλ. εξαγωγή προϊόντων για να επιτευχθεί ισοζύγιο εισαγωγών εξαγωγών αρχ. αντίθεση, αντιπαράταξη …

    Dictionary of Greek

  • 94ανόρυξη — η (Μ ἀνόρυξις) εκσκαφή, ανασκαφή, διάνοιξη·|| νεοελλ. η εξαγωγή μεταλλευμάτων από τη γη με εκσκαφή …

    Dictionary of Greek

  • 95αποικισμός — Εκπληκτικής σημασίας ιστορική δραστηριότητα που εκδηλώθηκε σε δύο περιόδους στην ιστορία της αρχαίας Ελλάδας. Η κάθοδος των Δωριέων και των συγγενικών με αυτούς φύλων προκάλεσε πολλές μετακινήσεις στον ελληνικό χώρο. Όσοι από τους παλαιούς… …

    Dictionary of Greek

  • 96απορρόφηση — Στη χημεία, είναι το φαινόμενο κατά το οποίο μια αέρια ουσία περνά μέσα από ένα στερεό ή υγρό σώμα, ή μια υγρή ουσία μέσα από ένα στερεό σώμα. H διείσδυση ενός αερίου σε ένα υγρό υπακούει σε έναν νόμο που διατύπωσε το 1803 ο Γουίλιαμ Χένρι: «Η… …

    Dictionary of Greek

  • 97απόρρητος — η, ο (AM ἀπόρρητος, ον) [ρητός] 1. αυτός που δεν πρέπει ή δεν μπορεί να λεχθεί, απόκρυφος, μυστικός 2. το ουδ. ως ουσ. το απόρρητο το μυστικό που δεν πρέπει να αποκαλυφθεί («επαγγελματικό, υπηρεσιακό απόρρητο») για κρατικούς λειτουργούς,… …

    Dictionary of Greek

  • 98απόσταξη — Εργασία με την οποία μείγμα δύο ή περισσότερων υγρών διαχωρίζεται άμεσα στα συστατικά του, ή ένα υγρό καθαρίζεται από τις ξένες προσμείξεις, αφού υποβληθεί σε εξάτμιση και διαδοχική συμπύκνωση των παραγόμενων ατμών. Αν θερμάνουμε ένα μείγμα… …

    Dictionary of Greek

  • 99αρμέγω — (Μ ἀρμέγω) 1. συσφίγγω τους μαστούς θηλυκού ζώου για την εξαγωγή γάλακτος 2. μτφ. εκμεταλλεύομαι κάποιον οικονομικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλμέγω, με φωνητική τροπή του λ προ συμφώνου στο αντίστοιχο υγρό ρ (πρβλ. ελπίδα > ερπίδα, αδελφός > αδερφός …

    Dictionary of Greek

  • 100αρχαιολογία — Η επιστήμη που μελετά την αρχαιότητα μέσα από όλα τα μνημεία και τα υλικά κατάλοιπά της. Η α. επιδιώκει να αποκαταστήσει τις διάφορες εκδηλώσεις του αρχαίου κόσμου, αφήνοντας κατά μέρος όμως τις μαρτυρίες, που ανήκουν στη σφαίρα αρμοδιότητας της… …

    Dictionary of Greek