ἐπ' ἐξαγωγῇ

  • 71Ezechiel — (Hesekiel), 1) jüdischer Prophet, Sohn des Priesters Busi; wurde mit dem Könige Jojachim u. 10,000 Juden 598 v. Chr. in das Babylonische Exil geführt u. erhielt seinen Wohnsitz am Chaboras. Im 5. Jahre seines Exils trat er hier als Prophet auf u …

    Pierer's Universal-Lexikon

  • 72DEBITUM — apud Romanos probabatur vel Expensi latione; (Cum enim creditor pecuniam numeravit ex arca sua, nomen illius cui ea dederat, in tabulis, cum summa debiti. perscribebat: quae tabulae ersi domesticae, in iudicio fidem faciebant pecuniae creditae)… …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 73TRANSTIBERINA Venditio — poena olim apud Romanos debitorum, qui solvendo non eslent. Ita enim A. Gellius, l. 20. c. 1. Tertiis autem Nundinis capite poenas dabant, aut trans Tiberim peregre venum ibant. Ubi Hadr. Turnebus, Advers. l. 24. c. 43. recte significari putat,… …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 74Σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας …

    Dictionary of Greek

  • 75Τσαντ — I Κράτος της κεντρικής Αφρικής. Συνορεύει στα βόρεια με τη Λιβύη, δυτικά με η Νιγηρία, νότια με το Καμερούν και ανατολικά με το Σουδάν.Διοικητικά η χώρα διαιρείται σε 14 νομούς: Mπάτα (Άτι), Mπιλτίνε (Mπιλτίνε), Mπόρκου Eνέντι Tιμπέστι, Σαρί… …

    Dictionary of Greek

  • 76άλεση — Αναγωγή των στερεών υλικών σε έναν ορισμένο βαθμό λεπτότητας κόκκων, με μηχανική κατεργασία. Με την ά. προετοιμάζονται τα διάφορα υλικά, ώστε να δεχτούν στη συνέχεια ειδικές χημικές κατεργασίες, να μετατραπούν σε εμπορικά προϊόντα, να μεταφερθούν …

    Dictionary of Greek

  • 77άρμεγμα — το 1. η σύσφιγξη των μαστών θηλυκού ζώου για την εξαγωγή γάλακτος 2. η χρηματική εκμετάλλευση κάποιου …

    Dictionary of Greek

  • 78έκθλιψη — η (AM ἔκθλιψις) 1. εξαγωγή, αφαίρεση χυμού με συμπίεση 2. αποβολή τελικού φθόγγου ή διφθόγγου που σημειώνεται με απόστροφο όταν η επόμενη λέξη αρχίζει από φωνήεν ή δίφθογγο νεοελλ. ειδική μέθοδος εξαγωγής τών αιθέριων ελαίων αρχ. κατάθλιψη, θλίψη …

    Dictionary of Greek

  • 79έκπεμψις — ἔκπεμψις, η (AM) 1. αποστολή σε ξένη χώρα 2. (για το Άγιο Πνεύμα) η εκπόρευση αρχ. εξαγωγή …

    Dictionary of Greek

  • 80έκπτωση — η (AM ἔκπτωσις) 1. πτώση προς τα έξω 2. πτώση προς τα κάτω 3. ηθική ή κοινωνική μείωση μσν. νεοελλ. 1. αφαίρεση αξιώματος, βαθμού, εξουσίας 2. ελάττωση τής τιμής εμπορεύματος ή τού πληρωτέου ποσού σε λογαριασμούς νεοελλ. 1. στέρηση δικαιωμάτων ή… …

    Dictionary of Greek