ἐπ' ἐξαγωγῇ

  • 61Καρνατάκα — (Karnataka). Ομόσπονδο κρατίδιο (191.791 τ. χλμ., 52.733.958 κάτ. το 2001) της Ινδίας με πρωτεύουσα την Μπανγκαλόρ (4.292.223 κάτ. το 2001). Συνορεύει στα Β και ΒΑ με τα κρατίδια Γκόα και Μαχαράστρα, στα Α με το κρατίδιο Άντρα Πραντές, στα Ν με… …

    Dictionary of Greek

  • 62κοκκέλαιο ή κοκκόλιπος — Η λιπαρή ύλη που λαμβάνεται από τους πυρήνες των καρπών του κοκκοφοίνικα (ινδική καρύδα). Για την εξαγωγή του κ. οι πυρήνες αυτοί, που ονομάζονται και κόπρα, υποβάλλονται σε έκθλιψη. Η διαδικασία τελείται είτε στη χώρα παραγωγής της κόπρας είτε… …

    Dictionary of Greek

  • 63Λομέ — (Lomé). Πόλη (700.000 κάτ. το 1997) και πρωτεύουσα του Τόγκο. Βρέχεται από τον κόλπο της Γουινέας και βρίσκεται σε μια παράκτια λωρίδα ανάμεσα στον Aτλαντικό ωκεανό και στην εσωτερική παράκτια λιμνοθάλασσα. Δημιουργήθηκε σχετικά πρόσφατα και… …

    Dictionary of Greek

  • 64Σουαζιλάνδη — Κράτος της Νότιας Αφρικής. Συνορεύει στα Β, στα Δ και στα Ν με τη Nοτιοαφρικανική Δημοκρατία, και στα Α με τη Mοζαμβίκη.H Σουαζιλάνδη (Nγκουάνε, μετά την ανεξαρτησία της 6ης Σεπτεμβρίου 1968, ονομασία που δεν χρησιμοποιείται όμως πολύ) είναι ένα… …

    Dictionary of Greek

  • 65Σουδάν — Κράτος της Βόρειας Αφρικής. Συνορεύει στα Β με την Αίγυπτο και τη Λιβύη, στα Δ με το Τσαντ και την Κεντροαφρικάνικη Δημοκρατία, στα Ν με το Κόνγκο, την Ουγκάντα και την Κένυα και στα Α με την Αιθιοπία και την Ερυθραία, ενώ το ΒΑ τμήμα της… …

    Dictionary of Greek

  • 66Ταϊλάνδη — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Ανατολικά συνορεύει με το Λάος και την Καμπότζη και νότια με τη Μαλαισία. H Tαϊλάνδη (πρώην Σιάμ) εκτείνεται στη μεγάλη επίπεδη ζώνη που σχηματίζεται στην καρδιά της χερσονήσου της Iνδοκίνας, βλέπει προς τον… …

    Dictionary of Greek

  • 67υδροστρόβιλοι — Εκμεταλλεύονται την ενέργεια των υδατοπτώσεων για να δώσουν μηχανική ενέργεια. Αποτελούνται από δύο βασικά όργανα: τον διανομέα (σταθερό) και το στροφέα (κινητό). Οι υδροστρόβιλοι κατατάσσονται με διάφορα κριτήρια, από τα οποία το σημαντικότερο… …

    Dictionary of Greek

  • 68φωτοηλεκτρισμός ή φωτοηλεκτρικό φαινόμενο — Εκπομπή ηλεκτρονίων εκ μέρους ενός υλικού συστήματος, που δέχεται τη δράση ηλεκτρομαγνητικών ακτινοβολιών. Το φαινόμενο, που το παρατήρησε κατά την τελευταία δεκαετία του 19ου αι. ο Ρίγκι, ο οποίος το όρισε ως φωτοηλεκτρικό φαινόμενο, μελετήθηκε… …

    Dictionary of Greek

  • 69εξαγωγικός — ή, ό επίρρ. ά 1. που ανήκει ή αναφέρεται στην εξαγωγή προϊόντων ή εμπορευμάτων: Εξαγωγικός δασμός. 2. που χρησιμοποιείται για εξαγωγή: Εξαγωγικός σωλήνας …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • 70ἐξαγωγῆι — ἐξαγωγεύς one who leads out masc dat sg (epic ionic) ἐξαγωγῇ , ἐξαγωγή fem dat sg (attic epic ionic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)