ἐπ' ἐξαγωγῇ

  • 31εμπόριο — Οικονομική ασχολία η οποία, μέσω πράξεων αγοραπωλησίας, μεταβιβάζει τα αγαθά των παραγωγών στους καταναλωτές (ή άλλους παραγωγούς) στην ποσότητα, στον τόπο και στη στιγμή που χρειάζονται. Βασική είναι η διάκριση ανάμεσα σε εσωτερικό και σε… …

    Dictionary of Greek

  • 32εξαίρεση — η (AM ἐξαίρεσις) [εξαίρω] χειρουργική αφαίρεση, εξαγωγή ξένου σώματος ή οργάνου νεοελλ. 1. ιδιοτυπία, απομάκρυνση από το κανονικό ή το συνηθισμένο («ο ηθικός άνθρωπος καταντά σήμερα να είναι εξαίρεση») 2. διάκριση, προτίμηση («ο δάσκαλος δεν… …

    Dictionary of Greek

  • 33εξαγωγικός — ή, ό (Α ἐξαγωγικός, ή, όν) [εξάγω] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην εξαγωγή («εξαγωγικοί δασμοί», «εξαγωγικό εμπόριο») νεοελλ. ο χρήσιμος για εξαγωγή («εξαγωγικά μηχανήματα») …

    Dictionary of Greek

  • 34εξαγώγιον — ἐξαγώγιον, το (AM) [εξαγωγή] φόρος για την εξαγωγή προϊόντων …

    Dictionary of Greek

  • 35εξόρυξη — η (AM ἐξόρυξις) [εξορύσσω] 1. η εκσκαφή, η εξαγωγή μεταλλεύματος ή πετρώματος από το υπέδαφος 2. η βίαιη εξαγωγή τών οφθαλμών, η τύφλωση νεοελλ. η χειρουργική αφαίρεση τού οφθαλμικού βολβού …

    Dictionary of Greek

  • 36επανάχρεμψις — ἐπανάχρεμψις, η (Α) αποβολή, εξαγωγή φλεγμάτων με απόχρεμψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ανα χρεμψις «βήχας και εξαγωγή φλεγμάτων (< ανα χρέμπτομαι)] …

    Dictionary of Greek

  • 37επανεξαγωγή — η 1. νέα εξαγωγή 2. εξαγωγή εμπορευμάτων που είχαν εισαχθεί από το εξωτερικό …

    Dictionary of Greek

  • 38επιταχυντής — Μηχάνημα που προσδίδει αρκετά υψηλή ενέργεια σε ατομικά ή υποατομικά σωματίδια με ηλεκτρικό φορτίο, όπως τα ηλεκτρόνια, τα πρωτόνια, τα δευτερόνια. Αυτό επιτυγχάνεται με τη χρήση της επιταχυντικής δράσης των ηλεκτρικών και ηλεκτρομαγνητικών… …

    Dictionary of Greek

  • 39ηλιοτρόπιο — I (heliotropium).Γένος δικοτυλήδονων ποωδών και σπάνια ημιθαμνωδών φυτών ύψους έως 1,50 μ. που κατάγεται από το Περού. Η επιστημονική του ονομασία είναι η. το περουβιανό. Περιλαμβάνει 250 περίπου είδη των εύκρατων περιοχών. Έχει εναλλασσόμενα… …

    Dictionary of Greek

  • 40καισαρικός — ή, ό 1. καισάρειος*. 2. φρ. ιατρ. «καισαρική τομή» η διάνοιξη τού πρόσθιου τοιχώματος τής μήτρας διά μέσου τών κοιλιακών τοιχωμάτων και τού περιτοναίου τής εγκύου και η εξαγωγή τού εμβρύου, όταν είναι αδύνατη ή δυσχερής η εξαγωγή από τη… …

    Dictionary of Greek