ἐπ' ἐξαγωγῇ

  • 121εκκομισμός — ἐκκομισμός, ο (Α) εξαγωγή …

    Dictionary of Greek

  • 122εκκύβευση — η η εξαγωγή λαχνών από την κληρωτίδα …

    Dictionary of Greek

  • 123εκπομπή — Η παραγωγή και η εξαπόλυση ενέργειας από κάποια πηγή· η μετάδοση προγράμματος από ραδιοφωνικό ή τηλεοπτικό πομπό. ε. ακτινοβολίας. Ε. ακτινοβόλου ενέργειας, που μεταδίδεται με ηλεκτρομαγνητικά κύματα. Προέρχεται από ηλεκτρικά φορτία και οφείλεται …

    Dictionary of Greek

  • 124εκσπλαγχνισμός — ο ιατρ. η εξαγωγή (αφαίρεση) τών σπλάγχνων εξαιτίας τραύματος ή κατά τις χειρουργικές επεμβάσεις στην κοιλιά, κοιν. ξεκοίλιασμα …

    Dictionary of Greek

  • 125εκτομή — Χειρουργική αφαίρεση όλου ή τμήματος ενός οργάνου ή δομής που νοσεί ή έχει τραυματιστεί. Υπάρχουν τα εξής είδη ε.: ε. του αναβολέα (του αφτιού). Χειρουργική επέμβαση για θεραπεία της απώλειας ακοής, που προκαλείται από ωτοσκλήρυνση. ε. του… …

    Dictionary of Greek

  • 126εκτόμηση — η εξαγωγή με τομή (εκτομή) γεννητικών οργάνων (ανδρών, γυναικών ή ζώων), ευνουχισμός …

    Dictionary of Greek

  • 127εκφορτίζομαι — (Α ἐκφορτίζομαι) απαλλάσσομαι από τη φόρτιση, από το φορτίο αρχ. 1. πουλιέμαι για εξαγωγή 2. μτφ. προδίνομαι, απάγομαι 3. ενεργ. εκφορτίζω ξεφορτώνω από το πλοίο …

    Dictionary of Greek

  • 128εκφόρτωση — η 1. απαλλαγή από το φορτίο, ξεφόρτωμα 2. εξαγωγή τού φορτίου από το μεταφορικό μέσο …

    Dictionary of Greek