ἐπ' ἐξαγωγῇ

  • 101αφαίρεση — Η αποχώρηση ενός μέρους από το σύνολο, η απόσπαση, η εξαγωγή. Η α. είναι επίσης και μέθοδος επιστημονικής έρευνας, που απλοποιεί το φαινόμενο που ερευνά. Αφαιρεί δηλαδή ότι δεν είναι ουσιαστικό από τα χαρακτηριστικά του, προσδίδοντάς του έτσι μια …

    Dictionary of Greek

  • 102αφερμάτιση — η και αφερματισμός, ο εξαγωγή του έρματος, της σαβούρας από το πλοίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αφερματίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στον Ηλ. Κανελλόπουλο] …

    Dictionary of Greek

  • 103βακαλάος — Με την ονομασία αυτή πωλείται στο εμπόριο κατάλληλα επεξεργασμένος ο τελεόστεος ιχθύς γάδος καλλαρίας, γνωστός επίσης ως μπακαλιάρος, που ανήκει στην τάξη των γαδομόρφων. Το μήκος του μπορεί να ξεπεράσει το 1,5 μ. και το βάρος του τα 40 κιλά· το… …

    Dictionary of Greek

  • 104βαμβάκι — Πρόκειται για την κοινή ονομασία με την οποία είναι γνωστά τα είδη του γένους γοσύπιο (gosypium) της οικογένειας των μαλαχιδών ή μαλβιδών, καθώς και οι κλωστικές ίνες που προέρχονται από τα σπέρματά τους (παλαιότερα λεγόταν επίσης βαμπάκι και… …

    Dictionary of Greek

  • 105βαρόμετρο — Όργανο για τη μέτρηση της ατμοσφαιρικής πίεσης. Το πρώτο β. το επινόησε ο Ιταλός Τοριτσέλι, στην προσπάθειά του να εξηγήσει γιατί οι αναρροφητικές αντλίες δεν μπορούν να ανεβάσουν το νερό πάνω από ένα ορισμένο ύψος. Το υδραργυρικό β. του… …

    Dictionary of Greek

  • 106βγάλμα — και βγάρμα, το (Μ βγάλμα και ἔβγαλμα[ν]) 1. εξόρυξη, εξαγωγή κάποιου πράγματος 2. έξοδος, το να βγαίνει, να φεύγει κάποιος από κάπου 3. έξοδος, το μέρος από όπου βγαίνει κάποιος ή κάτι 4. ό,τι προέρχεται από κάπου 5. δημιούργημα πνευματικό νεοελλ …

    Dictionary of Greek

  • 107βγάλσιμο — και βγάρσιμο, το 1. εξαγωγή («βγάλσιμο δοντιού») 2. άντληση («βγάλσιμο νερού») 3. εξόρυξη («βγάλσιμο ματιού») 4. αποβολή, αφαίρεση («βγάλσιμο των ρούχων) 5. εξάρθρωση («βγάλσιμο χεριού») 6. ανατολή («στο βγάλσιμο του ήλιου») 7. εξόφληση («το… …

    Dictionary of Greek

  • 108βγαλσιά — και βγαρσιά, η 1. εξαγωγή, ξερίζωμα 2. έξοδος («ο Χάρος έχει μπασιά, μα δεν έχει βγαλσιά») 3. το μέρος απ όπου βγαίνει κάποιος ή κάτι («η βγαλσιά της ρεματιάς») 4. το μέρος απ όπου αναβλύζει νερό («η βγαλσιά του βράχου») …

    Dictionary of Greek

  • 109βελουλκία — βελουλκία, η (Μ) [βελουλκός] εξαγωγή, αφαίρεση βελών από τραύμα …

    Dictionary of Greek

  • 110βούτυρο — Λιπαρό προϊόν διατροφής, με λευκό ή κιτρινωπό χρώμα, που παρασκευάζεται από την κρέμα του γάλακτος των ζώων. Ανάλογα με τον τρόπο παρασκευής του, διακρίνεται σε νωπό ή φρέσκο β. και σε λιωμένο β. μαγειρικής. Το νωπό β. αποτελείται από λιπαρές… …

    Dictionary of Greek