ἐοικότως
1ἐοικότως — similarly indeclform (adverb) …
2εἰκότως — ἐοικότως similarly attic (indeclform adverb) εἰκότως suitably indeclform (adverb) …
3οἰκότως — ἐοικότως similarly ionic (indeclform adverb) οἰκότως similarly indeclform (adverb) …
4οικότως — οἰκότως (Α) (επίρρ. ιων. τ. αντί ἐοικότως) πιθανώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἐοικότως (βλ. λ. έοικα)] …
5έοικα — ἔοικα (Α) 1. μοιάζω, φαίνομαι όμοιος με κάποιον («Ἀντίνοος δέ μάλιστα μελαίνῃ κηρὶ ἔοικεν», Ομ. Οδ.) 2. μοιάζω με κάποιον σε κάτι («τά γ ὄπισθε Μαχάονι πάντα ἔοικεν», Ομ. Ιλ.) 3. φαίνομαι ότι πράττω κάτι («ἀεὶ γὰρ δίφρου ἐπιβησομένοισιν ἐΐκτην»,… …