ἐοικότι
1ἐοικότι — ἔοικα as perf part act masc/neut dat sg …
2και — γε καί... γε (Α) βλ. και (Ι). (I) ή κι πριν από φωνήεν ή δίφθογγο (AM καί, με κράση πριν από λέξη που αρχίζει από φωνήεν ή δίφθογγο: «χοί» καὶ οἱ, «κἀγώ» καὶ ἐγώ) (σύνδ.) 1. συμπλεκτικός, συνδέει κατά παράταξη δύο ή περισσότερες έννοιες, λέξεις,… …
3ἐοικότ' — ἐοικότα , ἔοικα as perf part act neut nom/voc/acc pl ἐοικότα , ἔοικα as perf part act masc acc sg ἐοικότι , ἔοικα as perf part act masc/neut dat sg ἐοικότε , ἔοικα as perf part act masc/neut nom/voc/acc dual …