ἐξ-ᾰγωγή
1ἀγωγή — carrying away fem nom/voc sg (attic epic ionic) …
2αγωγή — I Η εξελικτική διαμόρφωση της προσωπικότητας του ανθρώπου, μέσω της επίδρασης που ασκεί το φυσικό και κυρίως κοινωνικό περιβάλλον πάνω στις βιολογικές καταβολές του ατόμου. Συνεπώς, η α., όσο και η ίδια η ζωή του ανθρώπου, υπογραμμίζει την… …
3αγωγή — η 1. τρόπος εκπαίδευσης των ανηλίκων: Η σύγχρονη αγωγή των νέων είναι πολύ διαφορετική από την πριν λίγες δεκαετηρίδες. 2. μέθοδος επιστημονική για την επιτυχία κάποιου σκοπού: Θεραπευτική αγωγή, σωματική αγωγή κτλ. 3. έγγραφη προσφυγή στα… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4ἀγωγῇ — ἀγωγῆι , ἀγωγεύς haulier masc dat sg (epic ionic) ἀγωγή carrying away fem dat sg (attic epic ionic) …
5ἀγωγῆ — ἀγωγεύς haulier masc nom/voc/acc dual ἀγωγεύς haulier masc acc sg …
6Βασιλική αγωγή — Σύγγραμμα του Βυζαντινού αυτοκράτορα Μανουήλ Β’ του Παλαιολόγου (1347 1424). Ο πλήρης τίτλος του είναι: Μανουήλ του Παλαιολόγου, του ευσεβεστάτου και φιλοχρήστου βασιλέως, προς τον υιόν αυτού και βασιλέα Ιωάννην τον Παλαιολόγον, υποθήκαι… …
7Παυλιανή αγωγή — (Νομ.). Στα χρόνια του πραίτωρα Αιμιλίου Παύλου, το 563, και κατ’ άλλους στα χρόνια του Παύλου Βιργίνιου, το 560, παραχωρήθηκε στους δανειστές το δικαίωμα να προσβάλουν τις πράξεις του οφειλέτη τους, αν αυτός, με δόλια μέσα, μειώνει την περιουσία …
8ἀγωγαῖς — ἀγωγή carrying away fem dat pl …
9ἀγωγαί — ἀγωγή carrying away fem nom/voc pl …
10ἀγωγήν — ἀγωγή carrying away fem acc sg (attic epic ionic) …