ἐξ-όσδω
1όσδω — ὄσδω (Α) (αιολ. τ.) βλ. όζω …
2ὄσδω — ὄζος bough masc nom/voc/acc dual (aeolic) ὄζος bough masc gen sg (doric aeolic) ὄζω smell pres subj act 1st sg (doric) ὄζω smell pres ind act 1st sg (doric) …
3ὄσδῳ — ὄζος bough masc dat sg (aeolic) …
4γλυκόμηλο — (AM γλυκύμηλον, Α και γλυκύμαλον, αιολ. και δωρ. τ., Μ και γλυκόμηλον) ο καρπός τής γλυκομηλιάς (α. «έκαμν άνθη το πουρνό και γλυκόμηλα το βράδυ», Γ. Βιζυηνός β. «οἷον τὸ γλυκύμαλον ἐρεύθεται ἄκρῳ ἐπ ὄσδῳ» κοκκινίζει σαν το γλυκόμηλο στην άκρη… …
5ποτόσδω — και ποτόδδω Α (δωρ. τ.) προσόξω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποτ «προς» (βλ. ποτί) + ὄσδω / ὄζω] …
6όζω — (Α ὄζω και δωρ. τ. ὄσδω) 1. αναδίδω δυσοσμία, μυρίζω άσχημα, βρομάω («ὄζειν κακὸν τῶν μασχαλῶν», Αριστοφ.) 2. μτφ. αφήνω να διαφαίνεται, παρέχω την αίσθηση, υπενθυμίζω (ὄζειν... καλοκαγαθίας», Ξεν.) (μσν αρχ.) 1. ευωδιάζω, αποπνέω ευχάριστη οσμή… …