ἐξ-ωριάζω

  • 1επωριάζω — ἐπωριάζω (Α) μεριμνώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + *ωριάζω (< ώρα «φροντίδα», πρβλ. ολίγωρος < ολιγωρώ), ρ. που απαντά μόνον εν συνθέσει] …

    Dictionary of Greek