ἐξ-ηγητικός
1ηγητικός — ἡγητικός, δωρ. τ. ἁγητικός, ή, όν (Α) [ηγητής] ηγετικός, αυταρχικός, καθοδηγητικός …
2ἡγητικόν — ἡγητικός authoritative masc acc sg ἡγητικός authoritative neut nom/voc/acc sg …
3ἡγητικαί — ἡγητικός authoritative fem nom/voc pl …
4ἡγητικήν — ἡγητικός authoritative fem acc sg (attic epic ionic) …