ἐξ-ερμηνεύω
1ἑρμηνεύω — interpret pres subj act 1st sg ἑρμηνεύω interpret pres ind act 1st sg …
2ερμηνεύω — ερμηνεύω, ερμήνευσα βλ. πίν. 19 …
3ερμηνεύω — (AM ἑρμηνεύω, Α δωρ. τ. έρμανεύω) [ερμηνεύς] 1. διασαφηνίζω, εξηγῶ, αναπτύσσω κάτι κατά τρόπο σαφή και κατανοητό 2. (για έργα τέχνης) κατανοώ βαθιά ή εκτελώ με επιτυχία θεατρικό ή μουσικό έργο 3. μεταγλωττίζω από μια γλώσσα σε άλλη 4. (νομ.)… …
4ερμηνεύω — ερμήνεψα, ερμηνεύτηκα, ερμηνευμένος 1. εξηγώ, κάνω κάτι κατανοητό: Το δικαστήριο έτσι ερμήνεψε το νόμο. 2. εξηγώ λέξη ή κείμενο, μεταφράζω …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
5ἑρμηνεύετε — ἑρμηνεύω interpret pres imperat act 2nd pl ἑρμηνεύω interpret pres ind act 2nd pl ἑρμηνεύω interpret imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …
6ἑρμηνεύσουσι — ἑρμηνεύω interpret aor subj act 3rd pl (epic) ἑρμηνεύω interpret fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἑρμηνεύω interpret fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …
7ἑρμηνεύσουσιν — ἑρμηνεύω interpret aor subj act 3rd pl (epic) ἑρμηνεύω interpret fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἑρμηνεύω interpret fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …
8ἑρμηνεύσω — ἑρμηνεύω interpret aor subj act 1st sg ἑρμηνεύω interpret fut ind act 1st sg ἑρμηνεύω interpret aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …
9ἑρμηνεύῃ — ἑρμηνεύω interpret pres subj mp 2nd sg ἑρμηνεύω interpret pres ind mp 2nd sg ἑρμηνεύω interpret pres subj act 3rd sg …
10ἡρμηνευμένα — ἑρμηνεύω interpret perf part mp neut nom/voc/acc pl ἡρμηνευμένᾱ , ἑρμηνεύω interpret perf part mp fem nom/voc/acc dual ἡρμηνευμένᾱ , ἑρμηνεύω interpret perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …