ἐξ-αῦθις

  • 61συνάπτω — ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυνάπτω Α [ἅπτω] συνδέω, συνενώνω, συναρμόζω νεοελλ. 1. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) συνημμένος, η, ο προσαρτημένος, ενωμένος με άλλον («συνημμένο έγγραφο») 2. φρ. α) «συνάπτω σχέσεις» i) δημιουργώ φιλικές σχέσεις, πιάνω φιλία… …

    Dictionary of Greek

  • 62υπείκω — ΜΑ, και επικ. τ. ὑποείκω Α μτφ. υποχωρώ, ενδίδω, υποτάσσομαι (α. «πείθεσθε τοῑς ἡγουμένοις ὑμῶν καὶ ὑπείκετε», ΚΔ β. «οἱ μοναχοὶ τῷ κληρονόμῳ μου,... ὑποτασσόμενοι καὶ ὑπείκοντες ἔσονται», Μιχ. Ατταλ.) αρχ. 1. αποχωρώ, αποσύρομαι, απομακρύνομαι 2 …

    Dictionary of Greek

  • 63υπονοστώ — έω, ΜΑ πηγαίνω πίσω, επανέρχομαι, επιστρέφω («ἔδοξεν αὖθις ὑπονοστεῑν καὶ κατασκήπτειν εἰς τὰς τρίηρεις», Πλούτ.) μσν. εκκλ. (για την ανθρώπινη φύση μετά από τη λύτρωση) ανακτώ την αρχική μορφή μου αρχ. 1. (για σωρό ξύλων) υποχωρώ προς τα κάτω… …

    Dictionary of Greek

  • 64υποσαλεύω — Α [σαλεύω] διεγείρω, υποκινώ με επιτήδειο τρόπο («ὑπεσαλεύετο αὖθις ἐς ὀργὴν ὁ δῆμος», Αππ.) …

    Dictionary of Greek

  • 65ψυχώ — (I) όω, ΜΑ βλ. ψυχώνω. (II) όω, Α [ψύχος] (συν. το παθ.) ψυχοῡμαι, όομαι γίνομαι ψυχρός, κρύος («θερμανθὲν καὶ αὖθις ψυχωθέν», Ιπποκρ.) …

    Dictionary of Greek

  • 66όπως — (ΑΜ ὅπως, Α επικ. και αιολ. τ. ὅππως, ιων. τ. ὅκως, δωρ. τ. ὁκῶς, θεσσαλ. τ. ὅπους) Ι. (επίρρ. αναφορικό συντασσόμενο κυρίως με ορστ.) 1. με τον τρόπο που... (α. «να τό κάνεις όπως σού είπα» β. «οὐ παρασκευῆς πίστει μᾱλλον ἢ τύχης ἀποκινδυνεῡσαι… …

    Dictionary of Greek

  • 67Πειραιάς — Πόλη της Αττικής, το μεγαλύτερο λιμάνι της Ελλάδας, επίνειο των Αθηνών, από τα σημαντικότερα εμπορικά και βιομηχανικά κέντρα της χώρας και πρωτεύουσα της ομώνυμης νομαρχίας της περιφέρειας Αττικής. Ο δήμος Π. και οι δήμοι Αγίου Ιωάννη Ρέντη,… …

    Dictionary of Greek