ἐξ-αῦθις

  • 41εναΐσσω — ἐναΐσσω (Α) ορμώ βίαια μέσα, εισορμώ («κἄπειτ ἐνᾴξας αὖθις ἐς δόμους πάλιν», Σοφ.) …

    Dictionary of Greek

  • 42εξαναστέφω — ἐξαναστέφω (Α) στολίζω με στεφάνι, στεφανώνω («θύρσον ἐκλελοιπότα κισσῷ κομήτην αὖθις ἐξανέστεφον», Ευρ.) …

    Dictionary of Greek

  • 43εξανθώ — και εξανθίζω (AM ἐξανθῶ, έω) 1. ανθίζω, λουλουδίζω, ανθώ («ἐξήνθησεν ἡ ἔρημος ὡσεὶ κρίνον, Κύριε», Μηναία) 2. εμφανίζω εξανθήματα 3. χημ. αναδίδω άλατα ή σκουριά πάνω στην επιφάνεια μου 4. (για χρώματα) ξεθωριάζω 5. (για κρασί) ξεθυμαίνω αρχ. 1.… …

    Dictionary of Greek

  • 44επάνειμι — ἐπάνειμι (Α) [είμι] 1. (ως μέλλ. τού ἐπανέρχομαι), θα επανέλθω, θα ξαναγυρίσω 2. επανέρχομαι σ ένα σημείο τού λόγου (γραπτού ή προφορικού) 3. προσφεύγω, ανατρέχω 4. συγκεφαλαιώνω («τὰ δ ὑποτεθέντα ἐπάνιμεν αὖθις», Πλάτ.) 5. ανεβαίνω, ανέρχομαι 6 …

    Dictionary of Greek

  • 45επανεμώ — ἐπανεμῶ, έω (Α) 1. κάνω εμετό επανειλημμένα, ξαναξερνώ 2. (για μηρυκαστικά) φέρνω ξανά την τροφή στο στόμα, αναχαράζω («αὖθις δ ἐκ ταύτης [τῆς γαστρὸς] ἐπανεμοῡν κατεργάζεσθαι τῷ στόματι», Γαλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ανά + εμώ «κάνω εμετό»] …

    Dictionary of Greek

  • 46επιδιπλοΐζω — ἐπιδιπλοΐζω (Α) διπλασιάζω, επαναλαμβάνω («χαίρετε, χαίρετε δ’ αὖθις ἐπιδιπλοΐζω»). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + διπλο ΐζω (< διπλο ος / ούς) «διπλασιάζω»] …

    Dictionary of Greek

  • 47κατέρχομαι — (AM κατέρχομαι) 1. πορεύομαι προς τα κάτω, έρχομαι κάτω, κατεβαίνω, κατευθύνομαι από ψηλότερη θέση σε χαμηλότερη (α. «ο παγετώνας κατέρχεται αργά» β. «πάντες δ Ούλύμποιο κατήλθομεν», Ομ. Ιλ. γ. «οὔπω κατῆλθον αὖθις... εἰς Ἅιδου», Ευρ.) 2.… …

    Dictionary of Greek

  • 48καταγεωργώ — καταγεωργῶ, έω (Α) καλλιεργώ («τὸ πεδίον τὸ ὑπὸ τῶν Ἀμφικτυόνων ἀνιερωθὲν αὖθις κατεγεώργουν», Στράβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + γεωργῶ «καλλιεργώ» (< γεωργός)] …

    Dictionary of Greek

  • 49κατοπτεύω — (ΑΜ κατοπτεύω) [κατόπτης] 1. παρατηρώ με προσοχή, ερευνώ ή παρακολουθώ με το βλέμμα, εξερευνώ («τὸν οὐράνιον ἐκεῑνον χῶρον κατοπτεῡσαι», Αριστοτ.) 2. κατασκοπεύω (α. «εἶχε συλλάβει υπονοίας και κατώπτευε τον Τούρκον διά τοὺ ετέρου τών οφθαλμών»,… …

    Dictionary of Greek

  • 50κατουρώ — (I) άω, έω (ΑΜ κατουρῶ, έω) 1. αποβάλλω ούρα, ουρώ («κυνίδιον... κατουρῆσαν πολλάκις», Λουκιαν.) 2. βρέχω κάποιον ή κάτι με τα ούρα μου (α. «το μωρό μέ κατούρησε» β. «ἅς ἐγὼ φυλάξομαι νὴ τὸν Ποσειδῶ μὴ κατουρήσωσί μου», Αριστοφ.) νεοελλ. 1.… …

    Dictionary of Greek