ἐξ-αῦθις

  • 31PNYX — forum, sive locus iudicii Athenis: sic dictus παρὰ ὸ πυκνὸν, i. e. a densitate aditum, per vicos olim coniunctarum, Setph. Locus erat iuxta Acropolim aedificatus, antiquae simplicitatis usu, non ad posterioris Thearri splendorem, idemque forte… …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 32SCORPIO — I. SCORPIO 1. Regum c. 12. v. 11. in his Roboami verbis, Pater meus castigavit vos scuticis, et ego vos castigabo scorpionibus, flagri genus est scuticâ gravius. Hebraei virgan spineam, aut flageilum spinis aculcatum intelligunt, vide supra in… …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 33SESSIONIS honor — oblatus antiquitus adventantibus, memoratur Homero, Il. ψ. v. 201. Θέου???α δ᾿ Ἶρις ἐπέςτη Βηλῷ ἐπὶ λιθέῳ. τοὶ δ᾿ ὡς ἴδον ὀφθαλμοῖσι Πάντες ἀνήϊξαν, καλέον τέ μιν εἴς ἐ ἔκαςτος. Ἡ δ᾿ αὖθ᾿ ἕζεςθαι μὲν ἀνήνατο. εἶπε δὲ μῦθον, Οὐχ ἕδος εἶμι γὰρ… …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 34-κις — (AM κις, Α λακων. τ. κιν) κατάληξη επιρρημάτων που δηλώνουν συχνότητα. Αρχικά απαντά στον τ. πολλά κις* (που αντιστοιχεί μορφολογικά και σημασιολογικά ακριβώς προς τον αρχ. ινδ. purũ ciό, από τον οποίο επεκτάθηκε και σε άλλα επιρρ. (συχνάκις,… …

    Dictionary of Greek

  • 35έπηλυς — ἔπηλυς, υ (AM) ξένος, αλλοδαπός («ξένους ἀμείβεσθ ὡς ἐπήλυδας πρέπει», Αισχύλ.) αρχ. 1. αυτός που επανέρχεται σε μια θέση («ὦ ξένοι, ἔλθετ ἐπήλυδες αὖθις», Σοφ.) 2. προσήλυτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ηλυς (< θ. ελυθ συνεσταλμ. μεταπτωτική βαθμίδα …

    Dictionary of Greek

  • 36αμφιάνακτες — ἀμφιάνακτες, οι (Α) σκωπτική ονομασία τών διθυραμβοποιών, γιατί στα προοίμια τών διθυράμβων τους συνήθως άρχιζαν με τη φράση «ἀμφί μοι αὖθις ἄνακτα». [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφὶ * + ἄναξ, ἄνακτος. ΠΑΡ. ἀμφιανακτίζω] …

    Dictionary of Greek

  • 37ανάκληση — Νέα πρόσκληση κάποιου· επαναφορά ενός προσώπου στη θέση του. Στη θεατρική ορολογία, α. λέγεται το έντονο χειροκρότημα των θεατών στο τέλος θεατρικής παράστασης, που καλεί στην επανεμφάνιση πάνω στη σκηνή ενός ηθοποιού ή του θιάσου ή του συγγραφέα …

    Dictionary of Greek

  • 38αποθέτω — (AM ἀποτίθημι, Μ κ. ἀποθέτω) 1. τοποθετώ, βάζω 2. αφήνω κάτι κατά μέρος 3. αποθηκεύω, αποταμιεύω νεοελλ. 1. τοποθετώ κάτι σε χαμηλή επιφάνεια, το αφήνω κάτω 2. μτφ. εμπιστεύομαι, στηρίζω κάτι σε κάποιον αρχ. Ι. 1. (για παιδιά) εγκαταλείπω,… …

    Dictionary of Greek

  • 39αύτις — επίρρ. (Α) βλ. αύθις …

    Dictionary of Greek

  • 40εισαύθις — εἰσαῡθις και εἰς αὖθις και ἐσαῡθις (Α) μετά απ αυτά …

    Dictionary of Greek