ἐξ-ανᾱλίσκω

  • 101αναλώνω — (Μ ἀναλώνω) [ἀναλῶ Ι] για νεοελλ. σημ. βλ. ἀναλίσκω μσν. 1. κυριεύω 2. φονεύω 3. καταστρέφω 4. καταργώ, διαγράφω …

    Dictionary of Greek

  • 102εξαναλίσκω — ἐξαναλίσκω και έξαναλῶ, όω, Μ και ἐξαναλώνω (AM) [αναλίσκω] 1. ξοδεύω εντελώς, καταδαπανώ, καταξοδεύω («καὶ τὰ μὲν παρ έμοῡ ἐξανηλωμένα», Δημοσθ.) 2. εξαντλώ, φθείρω («[τὸ ὑγρὸν] ἐξανήλωσεν ὁ ἥλιος», Θεόφρ.) 3. καταστρέφω εντελώς, αφανίζω («οὔπω… …

    Dictionary of Greek

  • 103επαναλίσκω — ἐπαναλίσκω (Α) 1. καταναλώνω παραπάνω 2. ξοδεύω, δαπανώ παραπάνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αναλίσκω «καταναλώνω»] …

    Dictionary of Greek

  • 104ευεξανάλωτος — εὐεξανάλωτος, ον (Α) ο εύπεπτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + εξ αναλωτος (< εξ αναλίσκω), πρβλ. δυσ εξ ανάλωτος) …

    Dictionary of Greek

  • 105καταναλίσκω — και καταναλώνω (AM καταναλίσκω) 1. εξαντλώ κάτι χρησιμοποιώντας το («το αυτοκίνητό μου καταναλώνει πολλή βενζίνη») 2. δαπανώ, ξοδεύω (α. «η οικογένεια καταναλίσκει πολλά χρήματα για τα φροντιστήρια τών παιδιών» β. «εἰς τὴν στρατιὰν τάλαντα μύρια… …

    Dictionary of Greek

  • 106οιδώ — οἰδῶ, έω, σπαν. και άω (Α) 1. σχηματίζω οιδήματα, εξογκώνομαι, φουσκώνω, πρήζομαι, είμαι πρησμένος 2. (για φυτό) αναπτύσσομαι 3. (για καρπό) διογκώνομαι, ωριμάζω («ὀπώραν ἐντεταμένην καὶ οἰδῶσαν», Πλούτ.) 4. μτφ. α) (για προσ.) i) είμαι… …

    Dictionary of Greek

  • 107παραναλίσκω — ή παραναλόω Α 1. δαπανώ, ξοδεύω περισσότερα από όσο πρέπει, σπαταλώ, ασωτεύω 2. καταστρέφω, αφανίζω 3. παθ. παραναλίσκομαι (για πρόσ.) θυσιάζομαι άδικα, ανώφελα 4. (η μτχ. αρσ. μέσ. ενεστ. και μέσ. παρακμ.) παραναλούμενος και παραναλωμένος… …

    Dictionary of Greek

  • 108πολυανάλωτος — ον, Α 1. άσωτος, σπάταλος 2. αυτός που απαιτεί μεγάλα έξοδα, πολυδάπανος, πολυέξοδος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ἀναλῶ / ἀναλίσκω «δαπανώ» (πρβλ. ευ ανάλωτος)] …

    Dictionary of Greek

  • 109προαναλίσκω — Α [ἀναλίσκω] 1. ξοδεύω εκ τών προτέρων 2. μτφ. χάνω τη ζωή μου πριν από την ώρα μου («φειδώ... ἐγίγνετο ἐπ εὐπραγίᾳ ἤδη σαφεῑ μὴ προαναλωθῆναι τῳ», Θουκ.) 3. παθ. προαναλίσκομαι (για το νερό) καταναλίσκομαι από πριν …

    Dictionary of Greek

  • 110προσαναλίσκω — ΜΑ σπαταλώ ή δαπανώ κάτι επί πλέον. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἀναλίσκω «καταναλώνω, ξοδεύω»] …

    Dictionary of Greek