ἐξ-αλίνδω

  • 1αλινδώ — ἀλινδῶ ( έω) και ἀλίνδω (Α) Ι ενεργ. κυλίω, κυλώ (το παθ. ἀλινδοῡμαι ή ἀλίνδομαι συνήθ. στη μτχ.) 1. κυλιέμαι στη σκόνη 2. κυλιέμαι ασκούμενος στην παλαίστρα 3. περιφέρομαι, περιπλανιέμαι 4. ξημεροβραδιάζω, συχνάζω κάπου 5. (με μειωτική σημ.)… …

    Dictionary of Greek

  • 2ἀλινδῶ — ἀλινδέω make to roll. pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἀλινδέω make to roll. pres ind act 1st sg (attic epic doric aeolic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 3ἀλίνδω — ἀλινδέω make to roll. pres subj act 1st sg ἀλινδέω make to roll. pres ind act 1st sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 4u̯el-7, u̯elǝ-, u̯lē- —     u̯el 7, u̯elǝ , u̯lē     English meaning: to turn, wind; round, etc..     Deutsche Übersetzung: “drehen, winden, wälzen”     Note: extended u̯el(e)u , u̯l̥ ne u , u̯(e)lei (diese also “umwinden, einwickeln = einhũllen”)     Material: A.… …

    Proto-Indo-European etymological dictionary

  • 5αλίνδησις — ἀλίνδησις ( εως), η (Α) [ἀλινδῶ] κύλισμα στη σκόνη (η λ. δηλώνει συγκεκριμένα είδος πάλης, κατά την οποία οι παλαιστές κυλιούνταν στο έδαφος) …

    Dictionary of Greek

  • 6αλίστρα — ἀλίστρα, η (Α) [ἀλίνδω] αλινδήθρα, κυλίστρα τών αλόγων …

    Dictionary of Greek

  • 7αλινδήθρα — ἀλινδήθρα, η (Α) [ἀλινδῶ] 1. τόπος όπου κυλιούνται τα άλογα, αλογοκυλίστρα 2. φρ. «ἀλινδῆθραι ἐπῶν» λέγεται σκωπτικά για το λεκτικό τών τραγωδιών τού Ευριπίδη η λ. δηλώνει τις λεπτολογίες, τις περιστροφές, τις περιπλοκές …

    Dictionary of Greek

  • 8εξαλίνδω — ἐξαλίνδω (Α) [αλίνδω] 1. κυλώ έξω, κάνω κάτι να κυλίσει μακριά («ἄπαγε τὸν ἵππον ἐξαλίσας οἴκαδε», Αριστοφ.) 2. διώχνω …

    Dictionary of Greek

  • 9κυλίνδω — και κυλινδῶ, έω (AM) 1. κινώ ή κυλώ κάτι («Βορέης αἰθρηγενέτης, μέγα κῡμα κυλίνδων», Ομ. Οδ.) 2. μεταφέρω, φέρνω («κυλίνδετ εἴσω τόνδε τὸν δυσδαίμονα», Αριστοφ.) 3. μτφ. ανακινώ στη σκέψη μου («φθονερή δ ἄλλος ἀνήρ βλέπων γνώμαν κενεάν σκότῳ… …

    Dictionary of Greek

  • 10κυλινδήθρα — κυλινδήθρα, ἡ (Α) τόπος όπου κυλιούνται τα άλογα, αλινδήθρα*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυλίνδω, κατά το συνώνυμο αλινδήθρα (< ἀλίνδω «κυλώ»)] …

    Dictionary of Greek